προταίνιον

προταίνιον
Α
(ως επίρρ.) βλ. ποταίνιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προταίνιον — πρόσ αἰνέω tell imperf ind act 3rd pl (epic doric) πρόσ αἰνέω tell imperf ind act 1st sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταίνιος — ία, ον, θηλ. και ος, και τ. ουδ. προταίνιον, Α 1. πρόσφατος, νέος 2. αυτός που συνέβη πρόσφατα 3. απροσδόκητος, αιφνίδιος 4. (το ουδ.) προταίνιον (με επίρρμ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) α) «πρὸ μικροῦ» β) «παλαιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ποταινί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”